- μουσίον
- μουσίον, τὸ (Μ)βλ. μουσείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
мусиа — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. μουσίον) мозаика … Словарь церковнославянского языка
μουσείο — Η λέξη Μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Σήμερα ονομάζεται μ. ένα ίδρυμα που έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διάφορων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών… … Dictionary of Greek
μουσιάριος — μουσιάριος, ὁ (Μ) κατασκευαστής μωσαϊκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κατάλ. άριος (πρβλ. μεταξ άριος)] … Dictionary of Greek
μουσιάτωρ — μουσιάτωρ, ορος, ὁ (Μ) εργάτης μωσαϊκού ψηφοθετήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κατάλ. άτωρ (πρβλ. θοιν άτωρ, ποιν άτωρ)] … Dictionary of Greek
μουσιοεδαφωμένος — μουσιοεδαφωμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει δάπεδο με ψηφιδωτή διακόσμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + ἐδαφωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ἐδαφόω (Ησύχ.)] … Dictionary of Greek
μουσιοσμάραγδον — μουσιοσμάραγδον, τὸ (Μ) ψηφιδωτό φτειαγμένο από σμαράγδινες ψηφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + σμάραγδος] … Dictionary of Greek
μουσιόκτιστος — μουσιόκτιστος, ον (Μ) διακοσμημένος με ψηφιδωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «ψηφιδωτό» + κτιστός] … Dictionary of Greek
μουσιώ — μουσιῶ, όω και μουσιώνω (Μ) [μουσίον] διακοσμώ κάτι με ψηφίδες … Dictionary of Greek
μουσόστικτος — μουσόστικτος, ον (Μ) κοσμημένος με μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «μωσαϊκό έργο» + στικτος (< στίζω «στιγματίζω»), πρβλ. λευκό στικτος, μελανό στικτος] … Dictionary of Greek
μωσίον — το βλ. μουσίον … Dictionary of Greek